φωνιάζω
Смотреть что такое "φωνιάζω" в других словарях:
φωνιάζω — Ν (στον Ερωτόκρ.) βλ. φωνάζω … Dictionary of Greek
φωνάζω — ΝΜ, και στον Ερωτόκρ. φωνιάζω Ν εκβάλλω ισχυρή φωνή, κραυγάζω νεοελλ. 1. λέω κάτι με δυνατή φωνή, μιλώ μεγαλόφωνα («μού φώναξε να πάω κοντά του») 2. καλώ κάποιον μεγαλόφωνα («βγήκα στο μπαλκόνι και φώναξα το παιδί») 3. προσκαλώ («αν και είναι… … Dictionary of Greek